θετταλοικέτης

θετταλοικέτης
θετταλοικέτης, ὁ (Α)
βλ. θεσσαλοικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. τού θεσσαλοικέτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεσσαλοικέτης — ή θεσσαλικέτης και αττ. τ. θετταλοικέτης ή θετταλικέτης, ὁ (Α) δούλος, οικέτης στη Θεσσαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θεσσαλός + οικέτης «δούλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”